- δεσποινικός
- δεσποινικός, -ή, -όν (Μ) [δέσποινα]1. αυτός που ανήκει στη δέσποιναII. επιρρ. δεσποινικῶςμε τρόπο που αρμόζει σε δέσποινα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεσποινικόν — δεσποινικός belonging to the Imperial household masc acc sg δεσποινικός belonging to the Imperial household neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποινικοί — δεσποινικός belonging to the Imperial household masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποινικοῦ — δεσποινικός belonging to the Imperial household masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποινικῆς — δεσποινικός belonging to the Imperial household fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποινική — δεσποινικός belonging to the Imperial household fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσποινικῶς — δεσποινικός belonging to the Imperial household adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek